- νηπιοτροφώ
- νηπιοτροφῶ, -έω (Α)ανατρέφω νήπια.[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιον + -τροφῶ (< «τρόφος < τρέφω), πρβλ. κτηνο-τροφώ, παιδο-τροφώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νήπιος — α, ο (ΑΜ νήπιος, ία, ον, Α και νήπιος, ον, Α θηλ. ιων. τ. νηπίη, Μ και νηπίος, ον, Μ ουδ. και νήφιο) 1. το ουδ. ως ουσ. το νήπιο(ν) α) παιδί νηπιακής ηλικίας β) (για πρόσ.) μτφ. πολύ νεαρός, ανήλικος γ) μτφ. άμυαλος, ανώριμος («νήπιος, οὐδὲ τὸ… … Dictionary of Greek
νηπιοτροφικός — νηπιοτροφικός, ή, όν (Α) [νηπιοτροφώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανατροφή τών νηπίων 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Νηπιοτροφικός τίτλος ιατρικού συγγράμματος τού Μνησιθέου Αθηναίου … Dictionary of Greek